δημεύσιμος

δημεύσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να δημευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημεύσιμος — η, ο αυτός που είτε υπόκειται σε δήμευση είτε μπορεί να δημευτεί: Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, η περιουσία του είναι δημεύσιμη εξολοκλήρου, σε περίπτωση αθέτησής τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”